- φιαληφόρος
- φιαλη-φόρος, die Schale tragend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
φιαληφόρος — ον, Α 1. (ως ονομασία ιέρειας τής Λοκρίδος) αυτός που φέρει φιάλη («ὑπὲρ τῆς φιαληφόρου παρ αὐτοῑς λεγομένης τοιαύτη τις ἱστορία παρεδέδοτο», Πολ.) 2. ως κύριο όν. Φιαληφόρος τίτλος κωμωδίας τού Αναξανδρίδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιάλη + φόρος*. Το η… … Dictionary of Greek
φιαληφόρον — φιαληφόρος cup bearer fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιαληφόρου — φιαληφόρος cup bearer fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιαληφόρῳ — φιαληφόρος cup bearer fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek